εγγίζω — → δες αγγίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγγίζω — βλ. αγγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλαφίζω — εγγίζω κάτι με τα δάχτυλα, ψαχουλεύω, ψάχνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
παραθιγγάνω — Α εγγίζω πλαγίως ή κατά το πέρασμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θιγγάνω «πλησιάζω, εγγίζω»] … Dictionary of Greek
διήγγικεν — διά ἐγγίζω bring near plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) διά ἐγγίζω bring near perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγγίζον — κατά ἐγγίζω bring near pres part act masc voc sg κατά ἐγγίζω bring near pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήγγιζον — κατά ἐγγίζω bring near imperf ind act 3rd pl κατά ἐγγίζω bring near imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετηγγικότα — μετά ἐγγίζω bring near perf part act neut nom/voc/acc pl μετά ἐγγίζω bring near perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)